θαλλοφαγώ

θαλλοφαγώ
θαλλοφαγῶ, -έω (Α)
(για γίδες) τρώγω θαλλούς, βλαστάρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλλός + -φαγώ (< -φάγος < θ. φαγ-, πρβλ. έ-φαγ-ον, αόρ. τού εσθίω), πρβλ. ξηρο-φαγώ, χορτο-φαγώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”